Περπατώντας σήμερα στην παραλία θυμήθηκα μια εκδρομή στη λίμνη Κερκίνη με συννεφιά, ομίχλη και βροχή. Ήταν αντίξοος καιρός για μια εκδρομή, αν και πλέον τα χαμηλά βαρομετρικά είναι απλώς χαμηλά βαρομετρικά, δεν τα θεωρώ ατυχία ή αναποδιά, δεν είναι η κουταλιά αλάτι που έριξα κατά λάθος στον καφέ μου αντί για ζάχαρη.
Πήγαμε στη λίμνη για να δούμε τα πουλιά. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα εγώ στα πουλιά και δεν πετούσαν εκείνα πάνω από την πόλη μου. Μέσα σε μια βάρκα τα παρατηρούσαμε αθόρυβα από απόσταση, με τη μηχανή σχεδόν σβηστή. Αφουγκραζόμασταν τις κινήσεις τους, ενώ αυτά ήταν εντυπωσιακά αδιάφορα για την παρουσία μας. Ήταν αδιάφορα όπως μας άξιζε, σκέφτομαι τώρα, το οποίο μας έκανε να αντιλαμβανόμαστε σωστά το μέγεθός μας μέσα στη λίμνη, μέσα στο σπίτι τους, κάτω από μια συννεφιά που προμήνυε βροχή, επίσης αδιαφορώντας για εμάς και τις προτιμήσεις μας. «Τι σημαίνει αυτό για εσάς;» θα με διέκοπτε ίσως σε αυτό το σημείο ο ψυχοθεραπευτής, που θα με παρατηρούσε με τη σειρά του, ανιχνεύοντας μια κίνηση -μπορεί το χέρι μου να είχε ανέβει ασυναίσθητα στον λαιμό σαν για να λύσει τη σφιχτή γραβάτα της ανθρώπινης σπουδαιότητας- κι εγώ θα τον κοίταζα σιωπηλή όπως τόσες και τόσες φορές μέσα στα χρόνια που τον επισκέπτομαι, σιωπηλή όσο συλλαβίζω νοερά την απάντηση που επωάζεται ασχημάτιστη μέσα μου, κάτι που θα δοκίμαζε την υπομονή οποιουδήποτε άλλου θα περίμενε μια απάντηση. Όση ώρα δεν μιλάω, αυτή την υπομονή την αισθάνομαι - και τώρα που έπιασα να τα ψειρίζω όλα, αναρωτιέμαι μήπως είναι κι αυτός ένας λόγος που δεν μιλάω, ότι με ανακουφίζει που την αισθάνομαι. Απλώς κάθομαι απέναντι στον ψυχοθεραπευτή μου και τον κοιτάζω αμίλητη, όπως κοίταζα τότε από τη βάρκα τα πουλιά, που απλώς άνοιγαν τα φτερά τους και απλώς πετούσαν και απλώς ήταν όμορφα. Όχι ότι η ομορφιά έσωσε ποτέ τον κόσμο, ο κόσμος όμως μοιάζει πάντα λίγο πιο όμορφος όταν κάποιος προσπαθεί να τον σώσει.
 

Σε όλους τους s. f. μετά τον S. F.
που ακούν με προσοχή
τους βρεγμένους να τους λένε με μια κάποια ενοχή
πως φοβούνται τη βροχή

 

 

Hören Sie eine kleine Begebenheit an, die sich im Laufe dieses Krieges zugetragen hat: Einer der wackeren Jünger der Psychoanalyse befindet sich als Arzt an der deutschen Front irgendwo in Polen und erregt die Aufmerksamkeit der Kollegen dadurch, daß er gelegentlich eine unerwartete Beeinflussung eines Kranken zustande bringt. Auf Befragen bekennt er, daß er mit den Mitteln der Psychoanalyse arbeitet, und muß sich bereit erklären, den Kollegen von seinem Wissen mitzuteilen. Allabendlich versammeln sich nun die Ärzte des Korps, Kollegen und Vorgesetzte, um den Geheimlehren der Analyse zu lauschen. Das geht eine Weile gut, aber nachdem er den Hörern vom Ödipuskomplex gesprochen hat, erhebt sich ein Vorgesetzter und äußert, das glaube er nicht, es sei eine Gemeinheit des Vortragenden, ihnen, braven Männern, die für ihr Vaterland kämpfen, und Familienvätern, solche Dinge zu erzählen, und er verbiete die Fortsetzung der Vorträge. Damit war es zu Ende. Der Analytiker ließ sich an einen anderen Teil der Front versetzen.

Sigmund Freud: Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse


Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen