Σήμερα περιέργως χάθηκα στη γειτονιά μου. Κατέβαινα τον δρόμο που οδηγεί σε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ, στο οποίο δεν πηγαίνω συχνά είναι η αλήθεια. Όμως σκέφτηκα να πάω ειδικά σήμερα, επειδή από το πρωί το μυαλό μου γύριζε ασταμάτητα σαν χαλασμένο ανεμιστηράκι και είπα να κλείσω τον διακόπτη χαζεύοντας στις ατέλειωτες σειρές ραφιών προσφορές και προϊόντα. Είναι κάτι που πιάνει. Απενεργοποιείται ο εγκέφαλός μου, αν και κάποια στιγμή μπορεί να εμφανιστεί το ίχνος λογικής που έχει βάρδια εκείνη την ώρα και διστακτικά, πολύ διστακτικά, να με χτυπήσει με το δάχτυλο στον ώμο για να με ρωτήσει αν τα χρειάζομαι όλα αυτά. Θα κοιτάξω γύρω μου και θα σκεφτώ ότι, πράγματι, πρέπει να έχω πενήντα κεφάλια για τόσα σαμπουάν, ογδόντα χέρια για τόσα σαπούνια, ογδόντα πόδια για τόσες κρέμες, και δεν ξέρω πόσα προβλήματα για τόσες λύσεις: ρυτίδες, τριχόπτωση, γαριασμένα φανελάκια, σάλτσες που σβωλιάζουν, τηγάνια που κολλάνε, μασέλες που ξεκολλάνε. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε αρκετά προβλήματα, οι λύσεις υπάρχουν και ναι, τις θέλω. Χρόνια αντιστάθηκα, αλλά τελικά λύγισα, όπως λέει η φίλη μου η Βάσω. Θέλω, θέλω, όλα τα θέλω. Έχει και δροσιά, στέκομαι κάτω από τη σχισμή του ερκοντίσιον ή κολλάω το σώμα μου πάνω στο ανοιχτό ψυγείο και επιτέλους αισθάνομαι αυτή την υπέροχη δροσούλα. Ο πλάτανος μας χαιρέτησε προτού τον χαιρετήσουμε εμείς. Στο μυαλό μου σχηματίζεται αχνά μια ζακετούλα, θα πουλάνε σίγουρα στον πάνω όροφο - κι αυτήν τη θέλω.
Schade, daß man sich fürs Intimste immer den Mund verschließt, έλεγες Sigmund. Σόρι και για τον ενικό, αλλά, ορίστε, εδώ που φτάσαμε, Sigmund, το άνοιξα το στόμα μου. Και εδώ που φτάσαμε στρίβω στη γωνία. Και έχω χαθεί. Είναι άλλη γωνία από αυτή που νόμιζα και προχωράω για να καταλάβω πού βρίσκομαι και βρίσκομαι στη θάλασσα. Σε μια θάλασσα, όχι σαν τη θάλασσα του λιμανιού, μια θάλασσα με άμμο σχεδόν κανονική, δίπλα στο σπίτι μου! Έχει ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο και λέω εδώ που φτάσαμε και κάθομαι και παρατηρώ τα σκουπίδια που έχει ξεβράσει η θάλασσα πάνω στη σχεδόν κανονική άμμο, που έτσι βρόμικη που είναι μοιάζει με τα ράφια που είχα σκοπό να χαζέψω. Μπουκάλια, μπουκαλάκια, καπάκια, καλαμάκια και γυρίζω ξανά στην αρχή και βλέπω τα μπουκάλια και σκέφτομαι το μήνυμα, δεν έχουν ένα μήνυμα σκέφτομαι, φαντάσου να ερχόταν ένα μήνυμα από μακριά και κοιτάζω μακριά τον ορίζοντα και βλέπω δύο σιλουέτες σαν τα δύο ανθρωπάκια, το κόκκινο και το πράσινο του σηματοδότη, που σαν να το έσκασαν μην αντέχοντας ότι δεν ήταν ποτέ μαζί αναμμένα, ποτέ μαζί σβησμένα, πάντα ή το ένα ή το άλλο, ή γκάζι ή φρένο, τι μοναξιά μέσα στην κίνηση και την τρέλα, τι καταδίκη, όλο αυτό so trostlos nichtssagend, που έλεγες Sigmund σε κάποιο σημείο του βιβλίου σου Die Zukunft einer Illusion και πόσο πολύ μου άρεσε και σκέφτομαι ότι ίσως τα ανθρωπάκια να χάθηκαν όπως κι εγώ, ίσως αλλού πηγαίνανε κι αυτά κι αλλού βρεθήκαν και μυρίζει η θάλασσα και φυσάει και το αεράκι και όπως τα βλέπω να στέκονται δίπλα δίπλα, χέρι χέρι, σκέφτομαι ότι τελικά αυτό το λάθος, ότι χαθήκαμε, αυτό το ολίσθημα, αυτή η Fehlleistung, αυτή η παραπραξία, παρά το πρόθεμα παρα-, δεν έχει τίποτα παράπλευρο ή παρακατιανό, δεν είναι ένα παραπαίδι, είναι το παιδί που δεν εγκαταλείπει το παιχνίδι του.
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen